Α. ΓΕΝΙΚΑ - ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Ο τομέας της εκπαίδευσης γενικά από
τις κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών δεν έτυχε της απαιτούμενης φροντίδας.
Αυτό εύκολα γίνεται αντιληπτό από τα κονδύλια που διατίθεντο γι' αυτήν. Τα
τελευταία χρόνια υπό την επίδραση του
νεοφιλελευθερισμού και της αυξανόμενης επιρροής του πνεύματος των
"αγορών" τα πράγματα χειροτέρευσαν.
Δίνεται μεγάλη προτεραιότητα στο πώς
θα καταρτίζεται ένα νέο άτομο ώστε να έχει κάποια προσόντα στην αγορά εργασίας,
όπως διαμορφώνεται στις σημερινές
καπιταλιστικές συνθήκες, παρά στη γνώση
αυτή καθ' εαυτή, στην κριτική σκέψη και ευρύτερα στο πώς ένα νέο άτομο θα
αποκτήσει μία ολοκληρωμένη προσωπικότητα με γνώσεις και αξίες, ηθικές και
διανοητικές, που εξικνούνται πέρα από την κατάρτιση, τις απαιτούμενες
δεξιότητες ή την επιστημονική εξειδίκευση, που αποκτά για την άσκηση
συγκεκριμένου επαγγέλματος.
Το ζήτημα είναι να μη μείνει κανείς
απλώς στα επίσημα κείμενα, τις εξαγγελίες και τις διακηρύξεις της Πολιτείας ή
ειδικότερα του Υπουργείου Παιδείας, αλλά να κατανοεί και να αναλύει τι
συγκεκριμένες πολιτικές που ακολουθούνται, π.χ. γιατί παραμένουν ακόμη τα
φροντιστήρια για να προετοιμάζουν τους μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης
για την εισαγωγή τoυς στο Πανεπιστήμιο; Γιατί τα κονδύλια για την βασική επιστημονική έρευνα
είναι μικρά και για ορισμένες επιστημονικούς κλάδους ανύπαρκτα; Γιατί δεν
υπάρχει η ίδια μέριμνα για τις κοινωνικές και ευρύτερα ανθρωπιστικές επιστήμες,
όπως π.χ. για τις εφαρμοσμένες φυσικές επιστήμες;
Βέβαια το ελληνικό εκπαιδευτικό
σύστημα δέχεται τις επιδράσεις μιας ορατής διεθνούς μεταστροφής στα
εκπαιδευτικά και επιστημονικά πράγματα των δυτικών χωρών. Είναι φανερό ότι η εστίαση
στο "χρήσιμο", στο "ικανό να καλύπτει πρακτικές και υλικές
ανάγκες", στο κερδοφόρο, σ' ό,τι έχει αποτελεσματικότερη προσαρμοστικότητα
στο "αγοραίο» τμήμα της κοινωνίας έχει την προτεραιότητά. Το χυδαίο
οικονομικοκεντρικό και κερδοκεντρικό μοντέλο της καπιταλιστικής κοινωνίας,
κυριαρχημένης από νεοφιλελεύθερες ακρότητες, σφραγίζει πια ένα μεγάλο μέρος των
εκπαιδευτικών και επιστημονικών δραστηριοτήτων γενικά. Κυριαρχεί η αίσθηση ότι
η "πνευματική καλλιέργεια" αυτή καθ' εαυτή ή σε επιστημονικό επίπεδο
το πάθος για την "αναζήτηση της αλήθειας", χωρίς άλλες ωφελιμιστικές
συνεκδοχές, υποχωρούν μπροστά σε διαρκώς ενισχυόμενες χρησιμοθηρικές
σκοπιμότητες.
Τα παραπάνω μπορούν να προσεγγιστούν
και να εξηγηθούν συστηματικά από την σκοπιά της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης,
πράγμα όμως που με κανένα τρόπο δεν σημαίνει δικαιολόγηση ή αποδοχή αυτής της
κατάστασης, διότι υπάρχει δήθεν αντικειμενική αδυναμία αντίδρασης.
Για ένα κόμμα της Αριστεράς οι
εκπαιδευτικοί θεσμοί, σε όλες τις βαθμίδες, μπορούν ν' αποτελέσουν χώρους
αντίστασης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Το συνολικό αξιακό μήνυμα που
πρέπει να εκπέμπουν, πέρα απ' την μεταβίβαση και -σε πανεπιστημιακό επίπεδο-
την παραγωγή γνώσης, είναι εκείνο, που κατάλληλα διαμορφωμένο, μπορεί να
υπονομεύει την "ιδεολογική ηγεμονία" του νεοφιλελευθερισμού και των
ταξικών δυνάμεων, που τον στηρίζουν και τον ενισχύουν, και αντίθετα να προετοιμάζει μια άλλη ιδεολογική ηγεμονία
δυνάμεων που πιστεύουν στην σοσιαλιστική
προοπτική, στην οικολογική κοινωνία
και στο συνδυασμό της όποιας εκσυγχρονιστικής διαδικασίας με την κοινωνική απελευθέρωση, που θα πρέπει να είναι και το
σταθερό σημείο αναφοράς.
Εξάλλου αυτό το μήνυμα είναι απόλυτα
συναρτημένο και με το τι χαρακτήρες και προσωπικότητες θέλουμε να διαπλάσουμε
μέσα απ΄ την εκπαιδευτική διαδικασία. Η λειτουργία των εκπαιδευτικών θεσμών δεν
περιέχει μόνο μαθησιακή διαδικασία και παροχή πνευματικών εφοδίων στο νέο/α για
την αυριανή του προσαρμογή στην αγορά εργασίας και τις σύγχρονες συνθήκες ζωής.
Σκοπεύει επιπλέον στη διάπλαση
χαρακτήρων και συνειδήσεων, που θα
μπορούν ν' αντιστέκονται σε στοιχεία και παράγοντες που υποβαθμίζουν την
ποιότητα της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής, ενώ παράλληλα προωθούν αρχές και
επιλογές που ανταποκρίνονται σ' ένα άλλο κοινωνικό
όραμα που δεν είναι αποκλειστικά δεμένο με τα υλικά αγαθά και την αποζήτηση του
ατομικού κέρδους.
Με βάση αυτό το σύνολο αρχών και
παραδοχών κρίνουμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πάσχει ήδη από την δεύτερη
βαθμίδα (μέση εκπαίδευση). Το ζήτημα είναι να βρεθεί ο μίτος για την απόκτηση ουσιαστικής γνώσης στο
επίπεδο των εγκύκλιων σπουδών, που δεν θα εξαρτάται ούτε απ' τις πρώιμες
επαγγελματικές εξειδικεύσεις, ούτε από χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες μελλοντικών
επαγγελματικών σχεδιασμών. Οι εγκύκλιες
σπουδές έχουν μία αυταξία και δεν πρέπει να υποτιμώνται, αν δεν έχουν ακριβή
αντιστοιχία με τις επιταγές της αγοράς.
Β. ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Κατά τη γνώμη μας για την αναβάθμιση
της μέσης εκπαίδευσης απαιτούνται μέτρα και θεσμικές μεταρρυθμίσεις όπως:
1) Δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση με
διευρυμένο πρόγραμμα μαθημάτων και δραστηριοτήτων, που να σκοπεύουν στην
ολόπλευρη μόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή μακριά από χυδαία
ωφελιμιστικά κριτήρια. Γι' αυτό και παράλληλα απαιτείται η ανάπτυξη των αισθητικών κριτηρίων, της κριτικής σκέψης
και της οικολογικής συνείδησης του μαθητή. Στον μαθητή δε προσφέρονται μόνο
γνώσεις, αλλά και ελεύθερα πρότυπα ζωής
που εμπνέονται από τα ιδανικά του Homo Universalis και
αμφισβητούν την μονοδιάστατη εμμονή του Homo Εconomicus, όπως διαμορφώνεται στις συνθήκες του όψιμου καπιταλισμού, και γενικότερα
αμφισβητούν το πνεύμα του μονοδιάστατου ανθρώπου οποιασδήποτε μορφής και κοπής.
Η κριτική σκέψη πάλι πρέπει να είναι
ικανή ν' αμφισβητεί κατεστημένες
καταστάσεις παντού και να οδηγεί στην αποδοχή της δυνατότητας αλλαγών σ' όλους τους κοινωνικούς τομείς, όταν με
ορθολογική σκέψη και αίσθηση ιστορικότητας οι αλλαγές αποδεικνύονται αναγκαίες.
Ο μαθητής πρέπει να μάθει να βλέπει τον κόσμο ως πραγματικότητα που αλλάζει, ενώ παράλληλα στα εφόδιά του πρέπει να έχει περιλάβει ολοκληρωμένο κύκλο γνώσεων και
αντιλήψεων για τη ζωή, όπως και σταθερή
προσήλωση σε ανθρωπιστικές και κοινωνικές αξίες.
2) Ξεπέρασμα
της μαθησιακής διαδικασίας που
επικεντρώνεται περισσότερο στις εξετάσεις και ανάπτυξη ενός συστήματος "συμμετοχικής" εκπαιδευτικής διαδικασίας,
όπου ο διδάσκων -μέσω μιας διαρκούς και διαρκώς εμπλουτιζόμενης αλληλόδρασης
μαθησιακού περιεχομένου-εμπνέει το μαθητή για ουσιαστική συμμετοχή στα δρώμενα
του σχολείου όχι για το "κυνήγι του βαθμού" αλλά για την δική του
ουσιαστική πνευματική συγκρότηση και ολοκλήρωση της προσωπικότητας.
3) Προετοιμασία
του μαθητή για τις εμπειρικές
επιστημονικές μεθόδους με σκοπό
να μην μένει μόνο προσηλωμένος στην ανάγνωση θεωρητικών κειμένων ή να νομίζει
εσφαλμένα ότι η γνώση ταυτίζεται ή προέρχεται μόνο από αποστήθιση κειμένων ή
απλή ανάγνωση βιβλίων. Γενικότερα πρέπει να
ξεπερασθεί το πνεύμα της "τυφλής αποστήθισης", που μαστίζει
κυριολεκτικά τη μαθησιακή διαδικασία, τόσο κατά τη διάρκεια των σπουδών σε
Γυμνάσιο και Λύκειο, όσο και κατά τις εξετάσεις εισαγωγής στα ΑΕΙ.
4) Εγκατάσταση
μικρών εργαστηρίων σε κάθε Γυμνάσιο και Λύκειο.
5) Θεσμοθέτηση του Ενιαίου Λυκείου που θα
παρέχει θεωρητικές και πρακτικές γνώσεις και περιορισμό των Επαγγελματικών
Λυκείων και Σχολών. Παράλληλα βέβαια πρέπει να οργανωθεί σωστά και με σύγχρονα
κριτήρια μία αξιόλογη Μεταλυκειακή
Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση.
6) Ανάπτυξη
νέων διδακτικών μεθόδων σε συνδυασμό με την χρήση νέων τεχνολογιών στην
πρόσβαση στη γνώση, πρόσβαση που πρέπει να είναι πολλαπλή και να μην
περιορίζεται σε παραδοσιακούς τρόπους μάθησης. Παράλληλα η ανάπτυξη βιβλιοθηκών είναι αναγκαία σε Γυμνάσια και Λύκεια.
7) Κατάργηση των ιδιωτικών φροντιστηρίων τόσο
για τις εξετάσεις κατά τη διάρκεια των σπουδών της μέσης εκπαίδευσης, όσο και
για την είσοδο στο πανεπιστήμιο. Η εκπαιδευτική διαδικασία σε Λύκειο και
Γυμνάσιο πρέπει να έχει αυτοτέλεια, να
είναι αποσυνδεδεμένη απ' την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο, να αναβαθμιστεί και να
εμπλουτιστεί ώστε ο μαθητής να έχει επάρκεια γνώσεων στο επίπεδο των
εγκύκλιων σπουδών του με βάση τα επίσημα μαθήματά του και μόνο, που
παρακολουθεί σε Γυμνάσιο και Λύκειο, και με βάση αυτά να είναι έτοιμος να
περάσει στο παν/κό επίπεδο. Η
παραπαιδεία των φροντιστηρίων είναι αβάστακτη οικονομική επιβάρυνση για κάθε
οικογένεια και αποτελεί ντροπή για
την κατάσταση της μέσης εκπαίδευσης στη χώρα μας.
8) Ανέγερση
νέων σχολικών κτιρίων και ενίσχυση της υλικοτεχνικής υποδομής τους.
Γ.ΤΡΟΠΟΣ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΑ ΠΑΝ/ΜΙΑ
Στο ζήτημα που ταλάνισε για δεκαετίες
και ταλανίζει τη νεολαία της χώρας μας, το πώς δηλαδή οι απόφοιτοι Λυκείου θα
εισέρχονται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, η απάντησή μας πρέπει να είναι
καθαρή. Η πρόσβαση στη Τριτοβάθμια Εκπαίδευση πρέπει να είναι ελεύθερη, αλλά στο πρώτο έτος σπουδών οι
απαιτήσεις των ΑΕΙ πρέπει να είναι
ιδιαίτερα αυστηρές, ώστε να συνεχίζουν τις σπουδές τους μόνον οι επιμελείς
φοιτητές, ενώ όλοι οι άλλοι ν' αναγκάζονται ν' αποχωρούν. Επίσης τα επί μέρους
ΑΕΙ θα κρατούν το δικαίωμα να εγκαθιδρύουν τα δικά τους κριτήρια επιλογής των
υποψηφίων φοιτητών με βάση το περιεχόμενο των αιτήσεών τους και τις μαθητικές
τους επιδόσεις, αρκεί μόνον να μη καταστρατηγείται το δικαίωμα της κατ' αρχήν
ελεύθερης πρόσβασης στα ΑΕΙ.
Δ.ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΠΑΝ/ΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Τα ΑΕΙ μέχρι τώρα αποτελούν ΝΠΔΔ υπό
την εποπτεία του Κράτους. Κατά τη γνώμη μας όμως, αν αναθεωρηθεί το άρθρο 16
του Συντάγματος, μπορεί να έχουν και τη μορφή ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών
οργανισμών, που θα βρίσκονται και αυτοί υπό την εποπτεία του κράτους. Σ' αυτή
την τελευταία περίπτωση οι προδιαγραφές για τα ιδιωτικά πανεπιστημιακά ιδρύματα
πρέπει να είναι αυστηρότατες τόσο
για την ίδρυσή τους, όσο και για την εν γένει λειτουργία τους. Αν γίνει η
αναθεώρηση του άρθρου 16,αναθεώρηση που δε μας βρίσκει εξ ορισμού αντίθετους,
αν τεθούν ορισμένες αυστηρές επιστημονικές και διοικητικές προυποθέσεις , τότε
θα έχουμε κρατικά και ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ. Τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά
όμως ΑΕΙ θα πρέπει πάντα να διατηρούν το πνεύμα του "δημόσιου"
ιδρύματος, στην ευρύτερη έννοια του όρου ,που δεν ταυτίζεται αναγκαστικά με την
έννοια του "κρατικού". Επίσης τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά ΑΕΙ, που
συνδέονται με ξένα Παν/μια, δεν θα πρέπει να συνδέονται με τα μητρικά ιδρύματα με
σχέση «franchising”( σχέση καθαρά εμπορική), αλλά με συμφωνία σύμπραξης, που θα
πραγματοποιούν ως απλά παραρτήματα του
μητρικού ιδρύματος, το οποίο θα τα ελέγχει πλήρως τόσο ακαδημαικά όσο και οικονομικά.
Ωστόσο τόσο τα μεν όσο και τα δε δεν
πρέπει να αντιμετωπίζουν την …παιδεία ως "εμπόρευμα" ή ως απλή
διαδικασία εξειδικευμένης κατάρτισης σε συγκεκριμένο επιστημονικό τομέα, κατάρτισης
χρήσιμης και προσαρμοσμένης στις ανάγκες της χώρας.
Κατ' αρχήν η πανεπιστημιακή παιδεία
πρέπει να σκοπεύει στη διαμόρφωση
ολοκληρωμένων πνευματικών προσωπικοτήτων που πέρα απ' την εξειδικευμένη
επιστημονική γνώση, διαθέτουν και κύκλο ευρύτερων γνώσεων κριτικού
προσανατολισμού. Η αναγκαία επιστημονική εξειδίκευση δεν μπορεί να καταντά "εργαλειακή" υπερεξειδίκευση που
αποκόπτει το άτομο από ευρύτερους πνευματικούς και κοινωνικούς προβληματισμούς.
Συνεπώς το λεγόμενο πνεύμα της "Μπολόνια" (ταχύ πρόγραμμα σπουδών
με σκοπό την απόκτηση χρηστικών κι ευέλικτων γνώσεων) και η κερδοκεντρική λογική της εργαλειακής
επιστημονικής γνώσης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Σαφώς κάποιο μίνιμουμ
προσαρμογής στις σύγχρονες συνθήκες της αγοράς εργασίας είναι αναγκαίο, αλλ'
αυτό δεν μπορεί και δεν πρέπει ν'
ακυρώσει το ιδεώδες της πανεπιστημιακής παιδείας, που περιλαμβάνει
οπωσδήποτε την έφεση και την οργανωμένη πνευματική δραστηριότητα για καθαρή επιστημονική έρευνα, με
εφαρμογές των αποτελεσμάτων της που
εστιάζουν στην βελτίωση της ποιότητας
της ανθρώπινης ζωής ανεξάρτητα από κέρδη και χρησιμοθηρικές σκοπιμότητες.
Για την αναβάθμιση λοιπόν, της παν/κής
εκπαίδευσης και για την επανεύρεση του σημαντικού πνευματικού και κοινωνικού
ρόλου των πανεπιστημίων απαιτούνται μέτρα όπως:
1) σοβαρή αναβάθμιση των δημόσιων
πανεπιστημίων από πλευράς προγραμμάτων
σπουδών και ερευνητικών προγραμμάτων, ώστε όχι μόνο να μεταβιβάζεται
αλλά και να παράγεται πρωτότυπα
επιστημονική γνώση. Ταυτόχρονα αποτροπή ανεξέλεγκτης έμμεσης και υπόγειας
"ιδιωτικοποίησης" των δημόσιων ΑΕΙ, στην οποία απλώς ικανοποιούνται ιδιοτελή συμφέροντα συντεχνιακών κύκλων.
2) διασφάλιση αξιοκρατίας στην επιλογή και
εξέλιξη των διδασκόντων, πράγμα ομολογουμένως δύσκολο, αλλ' όχι ακατόρθωτο.
Σ' αυτό το σημείο μπορούν να συμβάλουν οι έλεγχοι νομιμότητας των εκλογών
καθηγητών τόσο απ' την Διοίκηση του κάθε ΑΕΙ, όσο κι απ' το εποπτεύον Υπουργείο
Παιδείας. Οι έλεγχοι νομιμότητας δεν είναι εξ ορισμού αρνητικές διαδικασίες, αρκεί να είναι
αμερόληπτοι και σύννομοι. Είναι γνωστά τα φαινόμενα της "παρεοκρατίας" και του
νεπωτισμού των παν/κών κύκλων, στα οποία συμβάλλουν και αυτοί ακόμα οι
λεγόμενοι "προοδευτικοί" καθηγητές. Τα ΑΕΙ είναι μεν αυτοδιοικούμενα, αλλ' όχι αυτόνομα με την αυστηρή
Συνταγματική έννοια του όρου, συνεπώς εποπτεύονται κι ελέγχονται όσον αφορά
την εν γένει λειτουργία τους, αλλά και ειδικότερα όσον αφορά τη διαδικασία
εκλογής καθηγητών. Πρέπει να ξεπερασθεί η
νοοτροπία ότι τα εκλεκτορικά σώματα
είναι παντοδύναμα και ανεξέλεγκτα και συνεπώς αυτό που υπολογίζεται είναι
μόνο η πλειοψηφία των ψήφων. Η απόφαση οποιουδήποτε εκλεκτορικού υφίσταται
έλεγχο νομιμότητας όχι μόνον στο τυπικό μέρος της διαδικασίας εκλογής, αλλά και
στην αιτιολόγηση της απόφασης. Από
την άλλη πρέπει να αποκλείονται μεροληπτικές
παρεμβάσεις κυβερνητικών κύκλων στο όνομα του ελέγχου νομιμότητας, μέσω των
μηχανισμών του Υπουργείου Παιδείας.
3) Καθιέρωση
του θεσμού του Συνήγορου των μελών ΔΕΠ
σε κάθε ΑΕΙ, όπως και του Συνήγορου των φοιτητών.
4) Ενίσχυση,
οικονομική και υλικοτεχνική, των προγραμμάτων βασικής επιστημονικής έρευνας, έρευνας μάλιστα που θα πρέπει να
στέκεται κατ' αρχήν πάνω από τις απαιτήσεις και τις κατευθύνσεις της αγοράς.
5) Ενίσχυση (θεσμική, ηθική και
οικονομική) ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών που πιέζονται και πλευροκοπούνται
ολοένα και περισσότερο από τις φυσικές και ευρύτερα εφαρμοσμένες επιστήμες, που
έχουν σαφώς μεγαλύτερες δυνατότητες
συνεργασίας με τις τάσεις και τις επιδιώξεις της αγοράς, αφού η τελευταία
βασικά στηρίζεται σε υλικές - πολλές φορές "κατασκευασμένες"-
καταναλωτικές ανάγκες και συνήθειες και
οργανώνει και διαμορφώνει από πριν όχι
μόνο την προσφορά αλλά και τη ζήτηση.
6) Η
επιστημονική αξιολόγηση των παν/κών ιδρυμάτων μπορεί μεν να γίνει δεκτή, αλλά δεν μπορεί να γίνει μόνο με κριτήρια
σύνδεσής της με την παραγωγική διαδικασία και την έννοια της αποδοτικότητας,
όπως νοείται στις σύγχρονες καπιταλιστικές συνθήκες του άκρατου παγκοσμιοποιημένου
ανταγωνισμού. Αν δεχόμαστε την
αποκλειστικότητα μιας τέτοιας σύνδεσης, ποιά
θα ήταν η θέση των κριτικών κοινωνικών επιστημών και της προσφοράς των
ανθρωπιστικών σπουδών; Πώς θα μπορούσε να αξιολογηθεί η σημαντικότητα και η
σημασία τους στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες; Αξιολόγηση παν/κών τμημάτων με
κανένα τρόπο δε σημαίνει υποταγή στα
κριτήρια της καπιταλιστικής ανταγωνιστικότητας, της "χρησιμοθηρικής
εργαλειακής εξειδίκευσης " και του ισοπεδωτικού πνεύματος της
εμπορευματοποίησης των πάντων.
7) Αύξηση των μισθών των μελών ΔΕΠ, ώστε απερίσπαστοι
ν' αφιερώνονται στο ακαδημαϊκό τους έργο. Οι μισθοί των διδασκόντων στα ΑΕΙ
είναι από τους τελευταίους σε όλη την Ευρώπη. Παράλληλα απαιτείται ενίσχυση των
ακαδημαϊκών συνθηκών εργασίας και του κοινωνικού ρόλου των διδασκόντων,
δεδομένου ότι οι σύγχρονες καπιταλιστικές συνθήκες υπό το κράτος του
νεοφιλελευθερισμού διαμορφώνουν μία συνολική αντι-πνευματική ατμόσφαιρα, όπου αυτό που έχει προτεραιότητα είναι η
οικονομική δύναμη, απ' όπου κι αν
προέρχεται, και η επιφανειακή προβολή των ατόμων, αποκομμένων από σοβαρούς
κοινωνικούς προβληματισμούς και σοβαρές αξιακές δεσμεύσεις.
Παράλληλα πρέπει να ληφθεί
πρόνοια και για τους διδάσκοντες στα
νόμιμα Κολλέγια (Κέντρα Μεταλυκειακής Εκπαίδευσης) όσον αφορά τις αμοιβές τους
και το μάξιμουμ των ημερών διδασκαλίας. Ο κάθε διδάσκων στα ΚΕΜΕ δεν μπορεί να
είναι έρμαιο των επιλογών και των πιέσεων της εργοδοσίας του χωρίς κρατική
προστασία. Το ίδιο πρέπει να γίνει σε περίπτωση που γίνουν επιτρεπτά τα
ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά Παν/μια.
Σε κατακλείδα υπογραμμίζουμε ότι τόσο
η τριτοβάθμια εκπαίδευση, όσο και το συνολικό οικοδόμημα της εκπαίδευσης σ'
όλες τις βαθμίδες της αποτελεί ένα χώρο, όπου μπορούν να εγερθούν αξιακά αναχώματα ενάντια
στην ισοπεδωτική λαίλαπα του νεοφιλελευθερισμού και να διαμορφωθούν
αντιλήψεις που διευκολύνουν τη σοσιαλιστική προοπτική. Γνωρίζουμε βέβαια τις
δυσκολίες, δεδομένης της επιρροής των κυρίαρχων οικονομικών δυνάμεων, αλλ' αυτό
δεν μπορεί ν αποκλείσει τη συστηματική προσπάθεια για έναν άλλο αξιακό και
μαθησιακό προσανατολισμό σ' αυτό το θεσμικό χώρο, χώρο που μπορεί να διατηρεί
μια σχετική αυτονομία.
Σχετικά με τον πρόσφατο Ν. 4009/2011
"Για τη δομή, λειτουργία, διασφάλιση της ποιότητας των σπουδών και
διεθνοποίηση των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων" επισημαίνουμε ότι, αν
και όλες του οι διατάξεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αρνητικές (ιδιαίτερα εκείνες
που σωστά αποσκοπούν στη ισχυρότερη σύνδεση των ΑΕΙ με τη διεθνή επιστημονική
κοινότητα), ωστόσο διατηρούμε σοβαρές
επιφυλάξεις για το εύρος των αρμοδιοτήτων που δίδονται στο Συμβούλιο ως όργανο
των ΑΕΙ. Φρονούμε ότι ο αριθμός
των εξωτερικών μελών του Συμβουλίου πρέπει να μειωθεί, ενώ το εκλεγόμενο
εξωτερικό μέλος πρέπει να δεσμευτεί, πριν από την εκλογή του, με συγκεκριμένο
πρόγραμμα προσφοράς προς το ίδρυμα ή εν πάσει περιπτώσει με κάποιο είδος
συμβολής του στη λειτουργία του ιδρύματος. Επίσης το εξωτερικό μέλος πρέπει από
πριν με κάποιο τρόπο να γνωστοποιεί προς την ακαδημαϊκή κοινότητα του
συγκεκριμένου ΑΕΙ πώς εκτιμά γενικά τη συμμετοχή του στο Συμβούλιο, ποιες είναι
οι προθέσεις του και όλο το σκεπτικό του σχετικά με το θεσμό και τη συμμετοχή
του. Δεν είναι εξ ορισμού αρνητική
θεσμική ρύθμιση η συμμετοχή ενός εξωτερικού μέλους,( που ομολογουμένως έχει
αναγνώριση και διάκριση τόσο στον πνευματικό όσο και ευρύτερα στον κοινωνικό χώρο, όπου δρα) σ' ένα όργανο
του ιδρύματος, αλλά μπορεί να καταντήσει
έτσι αν δεν προσεχθούν ορισμένες δικλείδες ασφαλείας και δεν αναληφθούν
δεσμεύσεις εκ μέρους του.
Επίσης πρέπει να εξαλειφθεί η
αρμοδιότητα του Συμβουλίου να επιλέγει τους υποψήφιους πρυτάνεις, που θα θέσουν
τελικά υποψηφιότητα για την πρυτανική θέση, όπως επίσης να εκλέγει και να παύει
τον κοσμήτορα των σχολών.
Γενικότερα πρέπει να μειωθεί η επιρροή της πρώτης βαθμίδας στην
καθηγητική ιεραρχία, διαφορετικά θα υπάρχει συγκεντρωτικότητα με αμφίβολα θετικά αποτελέσματα για τη
λειτουργία της σχολής και πιο συγκεκριμένα για την αξιοκρατία της και τη δημοκρατική λειτουργική σχέση των καθηγητικών
βαθμίδων (π.χ. γιατί ο κοσμήτορας να μην εκλέγεται και από τη βαθμίδα του
Α/τή καθηγητή).
Όσον αφορά το ζήτημα της διασφάλισης
και πιστοποίησης της ποιότητας των ΑΕΙ, κατ' αρχήν δεν υπάρχει αντίρρηση για τη
διαδικασία αξιολόγησης προγραμμάτων σπουδών, αλλά πρέπει να επανεξετασθεί ο
τρόπος θεσμοποίησης της επιτροπής
πιστοποίησης (άρθρο 70) που όχι μόνο πρέπει να λειτουργεί αμερόληπτα, αλλά και να μη δίνει αποκλειστική προτεραιότητα στα κριτήρια σύνδεσης με την
αγορά εργασίας, την παραγωγή και την ανταγωνιστικότητα, όπως τις γνωρίζουμε
μέσα στις καπιταλιστικές συνθήκες.
-------------------
Ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές
πρέπει να είναι ξεκάθαρες. Η παιδεία δεν
αποτελεί "εμπόρευμα" προς πώληση. Οι μαθητές και οι φοιτητές δεν
αποτελούν "πελάτες" που αγοράζουν "εκπαιδευτικές υπηρεσίες"
για ν' αποκτήσουν απλώς επαγγελματικά εφόδια για μία κοινωνία, που εκτιμά
κυρίως το "χρήσιμο" και το οικονομικά προσοδοφόρο κι όχι το
πνευματικό αγαθό, αυτό καθ' εαυτό. Ακριβώς
η Αριστερά μια τέτοια κοινωνία δεν την αποδέχεται και αγωνίζεται να την αλλάξει.
Φίλιππος Νικολόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου